Αξιοποιώντας την ευμεταβλητότητα των αγορών

Αξιοποιώντας την ευμεταβλητότητα των αγορών

Οι ευμετάβλητες αγορές δημιούργησαν αβεβαιότητα το 2020, αλλά και ευκαιρίες για πειθαρχημένους επενδυτές. Οι μετοχές έχουν φτάσει σε νέα υψηλά καθώς συνεχίζεται η διάθεση εμβολίων. Αλλά με τους παρατεινόμενους περιορισμούς λόγω COVID-19, τις μεταλλάξεις και τις ανησυχίες για φούσκα σε ορισμένα περιουσιακά στοιχεία, οι αγορές παραμένουν ασταθείς και έτσι αρκετοί επενδυτές παραμένουν επιφυλακτικοί ως προς τη δέσμευση κεφαλαίων. Ενώ η άποψη «όλα εφάπαξ» έχει ιστορικά μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, η τακτική τοποθετήσεων «κατά δόσεις» μπορεί επίσης να συμβάλλει με σιγουριά στην κερδοφορία, με παράλληλη επιλογή του κατάλληλου χρόνου εισόδου.

Ενώ οι περιορισμοί λόγω πανδημίας εξακολουθούν να υφίστανται παγκοσμίως, τα χρηματιστήρια έχουν φτάσει σε νέα υψηλά και κάποιες μετοχές παρουσιάζουν μεγάλες διακυμάνσεις. Αυτό προκαλεί ανησυχίες για φούσκα, ειδικά μετά την επενδυτική φρενίτιδα που ακολούθησε την μεγάλη πτώση του 2ου τριμήνου του 2020. Πολλούς επενδυτές τους απασχολεί η κακή συγκυρία της αγοράς. Αυτό τους ωθεί να τηρούν στάση αναμονής κρατώντας τα μετρητά τους, ή να ρευστοποιούν εξ ολοκλήρου τις θέσεις τους. Αλλά, δεν είναι συνιστώμενη στρατηγική το να κρατάμε μετρητά αναμένοντας μονίμως τον βέλτιστο χρόνο εισόδου, ή το να πουλάμε προσδοκώντας διαρκώς να αγοράσουμε σε όλο και χαμηλότερα επίπεδα τιμών. 

Τα μετρητά χάνουν σταθερά την αγοραστική τους δύναμη εν μέσω χαλαρών κρατικών επιδοτήσεων και αυξανόμενου πληθωρισμού, ενώ οι μετοχές ενισχύονται δεδομένων του ελκυστικών εγγυήσεων, της εύρωστης εταιρικής κερδοφορίας και της διαρκούς δημοσιονομικής τόνωσης. Οι επενδυτές θέλουν να συμμετέχουν σε ένα συνεχιζόμενο ράλλυ, αλλιώς ενδέχεται να απωλέσουν τα μετρητά τους αξία. Η κερδοφορία ενισχύει την τάση να παραμείνει κανείς επενδεδυμένος, ή να αποφασίσει είσοδο στην αγορά. 

Δεν υπάρχει τέλειος χρόνος για τοποθέτηση στην αγορά, και, ακόμη και αν υπήρχε, η προσέγγιση αυτή αποφέρει ελάχιστα επιπλέον οφέλη. Ένας επενδυτής που έβαζε 1 δολλάριο μηνιαίως στον δείκτη S&P 500 από το 1945 θα είχε συγκεντρώσει σήμερα 253.645 δολλάρια. Με τέλειο χρονοδιάγραμμα θα είχε 261.699 δολλάρια, δηλαδή επενδύοντας μόνο σε επίπεδα κάτω από τα οποία η αγορά δεν έπεσε ποτέ (άρα προκύπτει ασήμαντη διαφορά της τάξεως του 0,03% ετησίως). Συνεπώς το χρονικό διάστημα αδιάλειπτης παραμονής στην αγορά έχει μεγαλύτερη σημασία από τις επιλεγμένες εισόδους στην αγορά, άρα είναι σαφώς καλύτερο να διατηρούμε τοποθετημένα κεφάλαια προς σταθερή απόδοση. 

Μέρος του προβλήματος είναι η ευμεταβλητότητα. Μια πτώση 2% του δείκτη S&P 500 μπορεί να οδηγήσει τους επενδυτές να αναμένουν να ξεκαθαρίσει το τοπίο πριν επενδύσουν, ειδικά εάν πιστεύουν ότι επίκειται χρηματιστηριακή φούσκα. Αλλά για έναν πειθαρχημένο επενδυτή που θέλει να επωφεληθεί από την αστάθεια, υπάρχουν εναλλακτικές στρατηγικές για την επίτευξη κερδών: η στοχευμένη (“put”) τοποθέτηση (ένα συμβόλαιο επιλογών που δίνει στον κάτοχο το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση, να πουλήσει το περιουσιακό στοιχείο σε μια προκαθορισμένη τιμή στην ή πριν από τη λήξη της σύμβασης), η τοποθέτηση μέσων όρων (μια επενδυτική στρατηγική στην οποία ένας επενδυτής διαιρεί το συνολικό ποσό που θα επενδυθεί σε περιοδικές αγορές ενός περιουσιακού στοιχείου μειώνοντας την μεταβλητότητα της συνολικής τοποθέτησης) και η χρήση δομημένων επενδύσεων (τύποι επενδύσεων που ικανοποιούν συγκεκριμένες ανάγκες με προσαρμοσμένο συνδυασμό προϊόντων, συνήθως παραγώγων).

Επομένως, είναι καλύτερο να ακολουθεί κανείς ένα συγκροτημένο οικονομικό σχέδιο αποφεύγοντας τον υπερβολικό χρόνο εκτός αγορών, πράγμα που μειώνει τις μακροπρόθεσμες αποδόσεις. Οι επενδυτές μπορεί να είναι απρόθυμοι να βάλουν αμέσως μεγάλα ποσά, ειδικά σε περιόδους αβεβαιότητας, αλλά υπάρχουν πάντα οι κατάλληλες προσεγγίσεις για όσους ανησυχούν για τον κακό συγχρονισμό της τοποθέτησης. 

Τελικά, αποδίδει σίγουρα περισσότερο το μεγάλο χρονικό διάστημα παραμονής εντός των αγορών (“time in the market”), σε σύγκριση με τις επιλογές εισόδου-εξόδου ανάλογα με τα τρέχοντα δεδομένα (“timing the market”).

Επιχειρηματικότητα