Είναι εύλογη η διάσωση μιας τράπεζας;

Πώς και υπό ποιές προϋποθέσεις πραγματοποιείται η διάσωση μιας τράπεζας; Γιατί τελικά μας αφορά αν μια τράπεζα διασωθεί η όχι; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό, σύμφωνα τουλάχιστον με την οικονομική επιστήμη, είναι ουσιώδης.

Αν μια τράπεζα δεν διασωθεί και αφεθεί να χρεοκοπήσει, τότε λόγω της υψηλής αλληλεξάρτησης που οι τράπεζες εμφανίζουν μεταξύ τους, δεν είναι καθόλου απίθανο να ακολουθήσουν και άλλες πτωχεύσεις. Πιο συγκεκριμένα, όταν μία τράπεζα πτωχεύει και αθετήσει μία πληρωμή που όφειλε σε κάποια άλλη τράπεζα (καθότι μέσω της διατραπεζικής αγοράς το φαινόμενο μία τράπεζα να έχει δανείσει σε μία άλλη είναι πολύ συχνό), ενδέχεται και η δεύτερη αυτή τράπεζα να καταγράψει τέτοιες ζημίες που να την καταστήσουν και εκείνη αφερέγγυα.

Ακόμα όμως και αν δεν καταγραφούν μεγάλες ζημιές, μόνο και μόνο η ανησυχία και η δυσπιστία που θα προκληθεί στους καταθέτες, στους δανειολήπτες και στους επενδυτές θα είναι ικανή, ώστε να δημιουργήσει προβλήματα ρευστότητας, οδηγώντας στο ίδιο δυσμενές αποτέλεσμα. Αυτή η κατάσταση μάλιστα μπορεί να συνεχιστεί ως ντόμινο και να προκαλέσει κρίση σε όλες τις τράπεζες και άρα στο σύνολο του χρηματοπιστωτικού συστήματος μιας χώρας.

Μία κρίση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί, με τη σειρά της, να έχει πολλές και δυσμενείς συνέπειες. Κατ’ αρχάς υπάρχει άμεσος κίνδυνος καταγραφής ζημιών από όλους τους συναλλασσόμενους με πτωχευμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, όπως μέτοχοι, δανειστές και καταθέτες, αλλά και από κατόχους περιουσιακών στοιχείων, όπως ακινήτων, των οποίων η αξία πιθανότατα έχει μειωθεί. Στη συνέχεια, η κρίση αυτή ενδέχεται να περάσει και στην πραγματική οικονομία. Άνθρωποι που έχουν προηγουμένως υποστεί ζημιές μειώνουν την κατανάλωση και άρα και τη ζήτηση προϊόντων, αναγκάζοντας τις επιχειρήσεις να μειώσουν την παραγωγή. Παράλληλα, με το χρηματοπιστωτικό σύστημα υπό κρίση, η όποια παροχή δανείων παύεται, δημιουργώντας πρόβλημα στις επιχειρήσεις που στηρίζονταν σε αυτά και παγώνοντας φυσικά τις επενδύσεις. Έτσι και η πραγματική οικονομία οδηγείται σταδιακά και εκείνη σε ύφεση. Και δυστυχώς, η ιστορία αυτή δεν τελειώνει εδώ. Αν μια χρηματοπιστωτική κρίση προκαλέσει τελικά ύφεση, η ύφεση μπορεί στη συνέχεια να επιτείνει την κρίση. Οι προοπτικές της οικονομίας γίνονται όλο και δυσμενέστερες και η αβεβαιότητα αυξάνεται. Έτσι η κατανάλωση μειώνεται περαιτέρω, το εισόδημα των πολιτών συρρικνώνεται, τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αυξάνονται, το τραπεζικό σύστημα ασφυκτιά ακόμα περισσότερο και έτσι ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται. Έτσι, μια χρηματοπιστωτική κρίση μπορεί να πυροδοτήσει έναν αυτοτροφοδοτούμενο τοξικό κύκλο ύφεσης και επιδείνωσης των χρηματοπιστωτικών προβλημάτων.

Για το λόγο αυτό, μεταξύ οικονομολόγων και πολιτικών επικρατεί η άποψη πως είναι λάθος ένα και μόνο γεγονός, όπως μια πτώχευση τράπεζας δηλαδή, να αφεθεί να προκαλέσει τόσα πολλά προβλήματα. Συνεπώς, θεωρείται ότι αυτό θα πρέπει πάσει θυσία να αποφευχθεί και αυτό θα γίνει με τη διάσωσή της τράπεζας, είτε μέσω ανακεφαλαιοποίησής της (σε περίπτωση κεφαλαιακών προβλημάτων), είτε με παροχή έκτακτης δανειοδότησης (σε περίπτωση προβλημάτων ρευστότητας).

Επιχειρηματικότητα