
Η έννοια του πρωτογενούς πλεονάσματος
Οι περισσότεροι πολίτες αδυνατούν να κατανοήσουν τον κυβερνητικό «ενθουσιασμό» για το περιβόητο πρωτογενές πλεόνασμα, καθώς δεν μπορούν να καταλάβουν τι ακριβώς είναι αυτό, πώς προκύπτει και γιατί είναι τόσο σημαντικό. Μια προσέγγιση του πρωτογενούς πλεονάσματος μέσα από τα στοιχειώδη οικονομικά δεδομένα ενός νοικοκυριού είναι διαφωτιστική.
Κάθε νοικοκυριό έχει έσοδα και έξοδα. Τα έσοδα προέρχονται από μισθούς, ενοίκια, μερίσματα, κ.ά., ενώ τα έξοδα αφορούν τις δαπάνες ηλεκτρικής ενέργειας, θέρμανσης, τηλεφώνου, ενοικίου, τροφίμων, ρούχων, μετακινήσεων, κλπ. Πολλά νοικοκυριά έχουν συνάψει και δάνεια, για τα οποία σε μηνιαία βάση πληρώνουν τις δόσεις. Οι δόσεις αυτές προστίθενται στα συνολικά μηνιαία έξοδα του νοικοκυριού.
Όταν τα έσοδα του νοικοκυριού είναι περισσότερα από τα έξοδά του, τότε λέμε πως έχει απλώς πλεόνασμα. Αν τα έσοδα είναι λιγότερα τότε προκύπτει έλλειμμα.
Αν από τα έξοδα του νοικοκυριού αφαιρέσουμε τις δόσεις των δανείων και μετά την αφαίρεση αυτή τα έσοδα παραμένουν περισσότερα από τις δαπάνες, τότε λέμε πως έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Αν ακόμη και εξαιρουμένων των δανειακών δόσεων τα έξοδα είναι περισσότερα από τα έσοδα, τότε προκύπτει πρωτογενές έλλειμμα.
Αν π.χ. ένα νοικοκυριό έχει σε μηνιαία βάση έσοδα 2.000 ευρώ, έξοδα 1.500 ευρώ και δόση δανείου 500 ευρώ, έχει πρωτογενές πλεόνασμα 500 ευρώ (έσοδα-έξοδα). Ένα νοικοκυριό με μηνιαία έσοδα 1.200 ευρώ, έξοδα 1.600 ευρώ και δόση δανείου 800 ευρώ έχει πρωτογενές έλλειμμα 400 ευρώ (έσοδα-έξοδα). Συνεπώς το πρωτογενές πλεόνασμα προκύπτει όταν τα έσοδα είναι περισσότερα από τα έξοδα χωρίς όμως να συνυπολογίζεται η εξυπηρέτηση του χρέους.
Άρα, μόνο το γεγονός ότι ένα νοικοκυριό έχει αρκετά έσοδα για να καλύπτει τα έξοδά του, δε σημαίνει ότι έχει αρκετά έσοδα για να καλύπτει και την εξυπηρέτηση του χρέους του (τις δόσεις των δανείων). Απλά όταν μια οικογένεια έχει πρωτογενές πλεόνασμα, μπορεί και ρυθμίζει με τέτοιο τρόπο τα οικονομικά της, ώστε να μη δημιουργεί πρόσθετες τρέχουσες υποχρεώσεις πέρα από τις υφιστάμενες. Οι παλιές όμως υποχρεώσεις σε καμμία περίπτωση δεν εξαφανίζονται, και το ίδιο ισχύει και για τα κράτη αλλά και για τις επιχειρήσεις.
Σήμερα η Ελλάδα εμφανίζεται να έχει πρωτογενές πλεόνασμα. Δηλαδή το κράτος δεν ξοδεύει περισσότερα από όσα εισπράττει. Αυτό σημαίνει ότι δεν δημιουργούνται νέες ταμειακές υποχρεώσεις και δεν επιβαρύνεται διαρκώς το ήδη υφιστάμενο τεράστιο έλλειμμα της χώρας. Ωστόσο, το δυσθεώρητο χρέος της χώρας εξακολουθεί να υφίσταται και το ίδιο και οι τόκοι που πρέπει να πληρώνει για αυτό το χρέος. Δηλαδή το γενικό δημοσιονομικό έλλειμμα παραμένει και για να το αντιμετωπίζει το κράτος πρέπει είτε να αυξάνει τα έσοδα, είτε να μειώνει περαιτέρω τις δαπάνες, είτε και τα δύο ταυτόχρονα. Πάντως, υγιή αναπτυξιακή ώθηση δίνει η δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών, ιδίως της σπατάλης.
Σε κάθε περίπτωση, αξίζει επίσης να τονισθεί ότι το πρωτογενές πλεόνασμα μπορεί να μην είναι διαρκές, όταν πολλά από τα έσοδα που εμφανίζει ο κρατικός προϋπολογισμός είναι έκτακτα (δηλαδή δεν προέρχονται από σταθερές και σίγουρες πηγές) και όταν παράλληλα πολλές δαπάνες εμφανίζονται πλασματικά μικρότερες, εφόσον τεχνητά μετατίθεται η υποχρέωση πληρωμής πολλών εξ’ αυτών στο μέλλον.