
Η μέθοδος της Brooke Castillo: the self-coaching model

Η Brooke Castillo δραστηριοποιείται ως life και business coach στην Αμερική. Υποστηρίζει ότι η ζωή είναι πάντα 50% θετική και 50% αρνητική και τα προβλήματα είναι ένα αναπόφευκτο μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ίδια ανέπτυξε το μοντέλο CTFAR ή αλλιώς το μοντέλο αυτό-προπόνησης (the self-coaching model) για να διευκολύνει τη διαδικασία επίλυσης καθημερινών προβλημάτων και δυσκολιών με στόχο την αυτό-βελτίωση. Η βασική δομή του μοντέλου είναι η εξής: Οι συνθήκες/περιστάσεις είναι ΠΑΝΤΑ ουδέτερες. Οι σκέψεις μας είναι αυτές που προκαλούν τα συναισθήματά μας, τα συναισθήματά μας στη συνέχεια προκαλούν τις ενέργειές μας και οι ενέργειες μας προκαλούν τα αποτελέσματα στη ζωή μας. Το ακρωνύμιο CTFAR, από τα αρχικά των αγγλικών όρων που συνθέτουν το μοντέλο, στην ουσία αναφέρεται στα πέντε μέρη που το απαρτίζουν, δηλ.:
• Circumstance (Περίσταση) – Η περίσταση (αυτό που συνήθως αντιλαμβανόμαστε λανθασμένα ως πρόβλημα) είναι ένα ουδέτερο γεγονός. Είναι πράγματα που συμβαίνουν στον κόσμο ή αλλιώς γεγονότα. Μπορεί να είναι το ότι έχουμε ένα παιδί, ότι η πτήση έχει καθυστερήσει, ότι χάλασε ο υπολογιστής στη δουλειά, ότι ο βαθμός της αξιολόγησης είναι 80%, ότι δεν έστειλε e-mail ένας πελάτης κ.ο.κ. Είναι στην ουσία γεγονότα στα οποία όλοι συμφωνούν, είναι μετρήσιμα και θα μπορούσαν εύκολα να αποδειχθούν σε ένα υποτιθέμενο δικαστήριο.
• Thought (Σκέψη) – Ό,τι συμβαίνει στο μυαλό μας. Μια σκέψη είναι στην ουσία μια πρόταση στο μυαλό σας για τη συνθήκη που αντιμετωπίζουμε ή αλλιώς για το πρόβλημα που θεωρούμε ότι έχουμε. Στόχος είναι να παρέμβουμε σε αυτό το σημείο και να δημιουργήσουμε μια νέα, πιο θετική ή έστω λιγότερο επώδυνη ή ουδέτερη σκέψη που είναι εξίσου αληθινή.
• Feeling (Συναίσθημα) – Το συναίσθημα είναι ο αντίκτυπος που έχει η σκέψη που κάνουμε στο σώμα μας. Τα συναισθήματα σύμφωνα με το μοντέλο πρέπει να περιγράφονται με μία λέξη π.χ. ανησυχία, αγανάκτηση, ντροπή, απογοήτευση ή φόβος και δεν πρέπει να συγχέονται με τις φυσικές αισθήσεις. Η ασθένεια ή η σωματική εξάντληση για παράδειγμα δεν βρίσκονται στη σφαίρα των συναισθημάτων.
• Action (Δράση) – Είναι αυτό που κάνουμε ως συνέπεια των συναισθημάτων μας. Μπορεί να είναι μια συγκεκριμένη ενέργεια, αντίδραση ή ακόμα και η αδράνειά μας. Αναφέρεται στις πράξεις ή στη συμπεριφορά μας.
• Results (Αποτελέσματα) – Τα αποτελέσματα είναι αυτά που προκύπτουν από τις ενέργειές μας, ό,τι δηλαδή συμβαίνει λόγω της αντίδρασης μας στο συναίσθημα που προκάλεσε η σκέψη μας. Τα αποτελέσματα αποδεικνύουν πάντα την αρχική μας σκέψη, επομένως μπορούμε να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλουμε (επίλυση προβλήματος), αλλάζοντας τις σκέψεις μας.
Το μοντέλο CTFAR υποστηρίζει, όπως είδαμε, ότι οι περιστάσεις ή συνθήκες είναι πάντα ουδέτερες. Οι περιστάσεις γίνονται καλές ή κακές μόνο με βάση τις σκέψεις που έχουμε εμείς γι’ αυτές. Συνήθως δεν επιλέγουμε σκόπιμα τις σκέψεις μας και αυτό είναι συχνά η αιτία πολλών από τα προβλήματά μας. Ανεξάρτητα από το τι συμβαίνει όμως, έχουμε πάντα την ευκαιρία να επιλέξουμε συνειδητά μια σκέψη έναντι μιας άλλης που δεν φαίνεται να είναι βοηθητική. Αυτό μπορεί να απαιτεί, ιδίως στην αρχή, αρκετό χρόνο και προσπάθεια, αλλά δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από το να προσπαθούμε. Οι σκέψεις μας για το τι έκανε κάποιος ή τι δεν έκανε είναι αυτό που μας κάνει να αισθανόμαστε κάτι θετικό ή αρνητικό. Κάθε φορά που εντοπίζουμε ένα πρόβλημα, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε το μοντέλο CTFAR, γράφοντας τα ακρώνυμα και συμπληρώνοντας κάθε γραμμή με στόχο να ανακαλύψουμε και να δοκιμάσουμε νέες – εναλλακτικές σκέψεις. Όταν προσπαθούμε απλώς να αλλάξουμε τις πράξεις ή τη συμπεριφορά μας (δράση), αλλά δεν αλλάζουμε τις σκέψεις και επομένως τα συναισθήματα πίσω από αυτές τις ενέργειες, δημιουργείται αντίσταση, και αυτό καθιστά δύσκολη την πραγματική αλλαγή.
Πολλοί άνθρωποι, ωστόσο, φαίνεται να συγχέουν τις σκέψεις με τα συναισθήματα και αυτό μπορεί να κάνει τη διαδικασία της επίλυσης του προβλήματος πολύ δύσκολη. Για παράδειγμα, αν κάποιος μας ρωτήσει πώς αισθανόμαστε για τον συνάδελφό που μας ζητάει να κάνουμε τη δική του εργασία, μπορεί να πούμε, “Είμαι εκνευρισμένος,-η, επειδή ο συνάδελφός μου με φορτώνει με δικές του εκκρεμότητες“. Σε αυτό το παράδειγμα το συναίσθημα είναι ο εκνευρισμός. Η σκέψη που έχουμε σχετικά με την περίσταση είναι ίσως ότι ο συνάδελφος είναι υπερβολικά ανεύθυνος. Ο συνάδελφος που μας ζητά να κάνουμε τη δική του δουλειά δεν είναι από μόνος του ενοχλητικός – αυτή η συνθήκη είναι στην ουσία ουδέτερη -, κάποιος άλλος για παράδειγμα θα μπορούσε να μην κρίνει τον συνάδελφο μας ανεύθυνο στη συγκεκριμένη περίσταση. Στην πραγματικότητα, η σκέψη μας ότι ο συνάδελφός αυτός είναι υπερβολικά ανεύθυνος προκαλεί τελικά τον εκνευρισμό μας και ίσως και μια σειρά από άλλες συμπεριφορές. Ακόμα κι αν οι περισσότεροι άνθρωποι συμφωνούσαν μαζί μας, εξακολουθεί αυτό να αποτελεί απλώς μια σκέψη, που μπορεί να αλλάξει.
Διάβασε ακόμα: