
Η πτώχευση ή το ενδεχόμενο πτώχευσης ενός χρηματοπιστωτικού ιδρύματος
Μια τράπεζα μπορεί να κριθεί ότι τελεί υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσει, όταν δεν πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας που έχουν τεθεί από την εποπτική αρχή, όταν τα στοιχεία παθητικού υπερβαίνουν τα στοιχεία ενεργητικού της και όταν αδυνατεί να εξυπηρετήσει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές της. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται η λήψη ειδικών μέτρων, επειδή οι τράπεζες διαδραματίζουν ουσιώδη ρόλο στην οικονομία, παρέχουν ζωτικές υπηρεσίες στους πολίτες και στις επιχειρήσεις, χορηγούν πιστώσεις, διεκπεραιώνουν επενδύσεις, αποδέχονται καταθέσεις και εξασφαλίζουν πληρωμές. Είναι λοιπόν σημαντικό να διασφαλιστεί η απρόσκοπτη παροχή αυτών των υπηρεσιών.
Επιπλέον, το χρηματοπιστωτικό σύστημα χαρακτηρίζεται από πολύ υψηλό βαθμό ενοποίησης. Η πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση έδειξε με πόση ταχύτητα και με πόση ένταση μπορούν να μεταδοθούν τα προβλήματα αν δεν αντιμετωπιστούν έγκαιρα και αποτελεσματικά.
Από τη στιγμή που μια τράπεζα κρίνεται ότι τελεί υπό πτώχευση ή ότι ενδέχεται να πτωχεύσει, αναλαμβάνει δράση το Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης (ΕΣΕ), η αρχή εξυγίανσης για τις σημαντικές τράπεζες εντός της ευρωζώνης. Το ΕΣΕ αποφασίζει κατά πόσον η εξυγίανση της τράπεζας υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον (σε αντίθετη περίπτωση η τράπεζα τίθεται υπό εκκαθάριση) και ποια μέτρα πρέπει να εφαρμοστούν.
Οι βασικοί στόχοι της εξυγίανσης είναι: να διατηρηθεί το σημαντικό μέρος των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της τράπεζας (του οποίου η κατάρρευση θα οδηγήσει σε χρηματοπιστωτική κρίση), να προστατευτούν οι καταθέτες, να διασφαλιστεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και να αποτραπεί η δυσλειτουργία της αγοράς. Η ΕΚΤ, η οποία εποπτεύει 120 σημαντικές τράπεζες στην ευρωζώνη, συνεργάζεται στενά με το ΕΣΕ κατά τη διαδικασία εξυγίανσης.
Κάθε χρόνο οι τράπεζες υποχρεούνται να καταρτίζουν σχέδια ανάκαμψης τα οποία αξιολογούνται από την εποπτική αρχή. Τα σχέδια ανάκαμψης προσδιορίζουν τα πιθανά σενάρια σε περίπτωση οικονομικής δυσπραγίας της τράπεζας και ορίζουν τα μέτρα για τη συνέχιση της λειτουργίας της, αποφεύγοντας έτσι την πτώχευση. Μια τράπεζα σε οικονομική δυσχέρεια θα μπορούσε, π.χ. να αντλήσει πρόσθετα κεφάλαια, να μειώσει τη χορήγηση δανείων ή να πουλήσει στοιχεία ενεργητικού.
Το σχέδιο εξυγίανσης ορίζει τον τρόπο με τον οποίο η τράπεζα θα προχωρήσει σε εκκαθάριση των δραστηριοτήτων της εφόσον αποφασιστεί ότι δεν είναι βιώσιμη. Σκοπός είναι να προσδιοριστούν οι κρίσιμες λειτουργίες της τράπεζας, να αντιμετωπιστούν τυχόν κωλύματα και να αρχίσουν οι προπαρασκευαστικές εργασίες για την εξυγίανση. Το ΕΣΕ είναι αρμόδια για την κατάρτιση του σχεδίου εξυγίανσης βάσει των δεδομένων που έχει από την τράπεζα και από την εποπτική αρχή, η οποία παρέχει γνωμοδότηση καθ’ όλη τη διαδικασία.
Αφού αποφασιστεί ότι η τράπεζα τελεί υπό πτώχευση ή ενδέχεται να πτωχεύσει, το ΕΣΕ αξιολογεί τη δυνατότητα λήψης εναλλακτικών μέτρων από τον ιδιωτικό τομέα εντός εύλογου χρονικού διαστήματος που θα απέτρεπαν την πτώχευση και κατά πόσον η έναρξη διαδικασίας εξυγίανσης θα εξυπηρετούσε το δημόσιο συμφέρον. Άρα, το ΕΣΕ αξιολογεί κατά πόσον η πτώχευση της τράπεζας θα μπορούσε, για παράδειγμα, να προκαλέσει χρηματοπιστωτική αστάθεια ή δυσλειτουργίες στην αγορά.
Αν το ΕΣΕ αποφασίσει ότι ο ιδιωτικός τομέας δεν παρέχει εφικτά εναλλακτικά μέτρα και ότι η εξυγίανση υπηρετεί το δημόσιο συμφέρον, μπορεί να εγκρίνει διάφορα εργαλεία εξυγίανσης: την πώληση μέρους της τράπεζας, τη μεταβίβαση μέρους της τράπεζας σε προσωρινή δομή («μεταβατική τράπεζα») προκειμένου να διασφαλιστεί η παροχή υπηρεσιών προς τους πελάτες, τη μεταφορά στοιχείων ενεργητικού και παθητικού σε μια «κακή» τράπεζα, την ακύρωση ή τη μείωση των στοιχείων παθητικού της τράπεζας μέσω διαδικασίας «διάσωσης με ίδια μέσα» (bail-in).
Διεθνώς έχουν θεσπιστεί συστήματα εγγύησης καταθέσεων για την αποζημίωση των καταθετών σε περίπτωση που μια τράπεζα πτωχεύσει. Οι καταθέσεις έως και 100.000 ευρώ προστατεύονται. Όλες οι τράπεζες πρέπει να είναι μέλη ενός τέτοιου συστήματος.