Κοινωνική οκνηρία στην εργασία

Κοινωνική οκνηρία στην εργασία

Η κοινωνική οκνηρία (social loafing) μπορεί να είναι ιδιαίτερα επιζήμια στο εργασιακό πλαίσιο καθώς σταδιακά μειώνει την αποδοτικότητα και την παραγωγικότητα. Αναφέρεται στη συνθήκη κατά την οποία τα μέλη μιας ομάδας καταβάλλουν λιγότερη προσπάθεια για την επίτευξη ενός στόχου σε σχέση με την προσπάθεια που καταβάλλει το κάθε μέλος ξεχωριστά, όταν του ανατεθούν ατομικές εργασίες ή projects. Όπως είναι αναμενόμενο, η κοινωνική οκνηρία εμφανίζεται πιο συχνά στις ομάδες που απαρτίζονται από πολλά άτομα όπου τα αποτελέσματα μιας εργασίας παρουσιάζονται συλλογικά, δηλαδή, όταν η συνεισφορά όλων των μελών αποτυπώνεται αθροιστικά ως αποτέλεσμα ενός κοινού έργου. 

Το Μοντέλο Συλλογικής Προσπάθειας (CEM) υποστηρίζει ότι η εμφάνιση της κοινωνικής οκνηρίας εξαρτάται από τις προσδοκίες των μελών και την αξία του στόχου για την ομάδα. Μπορεί για παράδειγμα να εμφανιστεί, όταν κάποιος αισθάνεται ότι η εργασία του δεν χαίρει εκτίμησης και αποδοχής μέσα στην ομάδα ή όταν ορισμένα μέλη έχουν υψηλές επιδόσεις ή/και απόδοση, οδηγώντας  τα λιγότερα έμπειρα ή φιλόδοξα μέλη να αποτραβηχτούν από την επίτευξη του στόχου. Σε όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, δημοσιεύθηκαν πολλές μελέτες για τα πιθανά αίτια της κοινωνικής οκνηρίας. Ιδιαίτερη έμφαση δόθηκε ωστόσο στις προσδοκίες των μελών της ομάδας, στις δυνατότητες αξιολόγησης, στη νοηματοδότηση σε επίπεδο αρμοδιοτήτων, αλλά και σε παράγοντες κουλτούρας. 

Η μείωση της ατομικής προσπάθειας στα συλλογικά καθήκοντα είναι γνωστή ως «Ringelmann effect», από τον Maximillian Ringelmann (1913), ο οποίος αρχικά θέλησε να μελετήσει τον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι στο κλάδο της γεωργίας μπορούσαν να μεγιστοποιήσουν την παραγωγικότητά τους. Η αρχική διαπίστωση έγινε με ένα απλό πείραμα που περιελάμβανε το τράβηγμα ενός σκοινιού  συνδεδεμένο με ένα μανόμετρο και επόμενες μελέτες επιβεβαίωσαν την παρατήρηση ότι όσο αυξάνεται το μέγεθος της ομάδας, η ατομική προσπάθεια τείνει να μειώνεται. Ο Ringelmann  ανέδειξε δύο αιτίες του φαινομένου: την απώλεια συντονισμού και την απώλεια κινήτρου. Συγκεκριμένα η κοινωνική οκνηρία συσχετίστηκε με την απώλεια ατομικών κινήτρων. 

Υπάρχουν πολλές τεχνικές που μπορούν να εφαρμοστούν για τον περιορισμό της κοινωνικής οκνηρίας, όπως η διατήρηση ομάδων εργασίας από 3 έως 5 μέλη, η ενίσχυση της ατομικής αξιολόγησης, η ανάθεση μετρήσιμων στόχων ανά μέλος, η καθιέρωση συχνών meeting κ.ο.κ. Ο βασικός άξονας είναι στην ουσία η παρακίνηση των εργαζομένων. Σύμφωνα με τον Dan J. Rothwell, αυτό που κάνει μία ομάδα να δουλεύει αποτελεσματικά είναι τα τρία C της παρακίνησης: 

• η Συνεργασία (collaboration) που ενισχύει την αίσθηση ότι κάθε μέλος έχει σημαντικό μερίδιο στην ανάληψη καθηκόντων και όλοι μαζί μπορούν να μοιράζονται γνώσεις και να αλληλεπιδρούν με σεβασμό,

• το Περιεχόμενο (content) που αφορά την καθαυτή ανάθεση των καθηκόντων, δηλαδή τον ρόλο του κάθε μέλους, που ιδανικά πρέπει να σχετίζεται με τις δεξιότητες και τα ταλέντα του, και τέλος

• η Επιλογή (choice), δηλαδή η δυνατότητα που παρέχεται σε κάθε μέλος να έχει την ελευθερία να επιλέξει σε ποιον συγκεκριμένο τομέα μπορεί να συνεισφέρει περισσότερο.

Διάβασε ακόμα:

Κούραση ή τεμπελιά;

Ψυχολογία και εργασία