
Μακροοικονομική επίδραση των αρνητικών επιτοκίων
O όρος αρνητικά επιτόκια σημαίνει ότι στο τέλος της περιόδου δανεισμού ο δανειστής θα εισπράξει ονομαστική αξία, η οποία θα είναι μικρότερη από την αρχική. Για παράδειγμα, ένας δανειστής δανείζει 1000€ και θα εισπράξει 998€ στο μέλλον. Δηλαδή δανείζει τα χρήματά του σε κάποιον και τελικά τον πληρώνει και από πάνω! Και γιατί να το κάνει αυτό; Διότι προφανώς προσδοκά ότι στο μέλλον τα 998€ που θα εισπράξει θα αγοράζουν περισσότερα πράγματα από ό,τι τα 1000€ που δανείζει σήμερα. Άραγε γιατί μπορεί να συμβαίνει αυτό το παράδοξο; Διότι ο δανειστής πιστεύει πως η οικονομία θα εισέλθει σε φάση παρατεταμένης ύφεσης και σε συνθήκες αποπληθωρισμού και συνεπώς θα αυξηθεί η αγοραστική δύναμη του χρήματος λόγω του αποπληθωρισμού, δηλαδή λιγότερα χρήματα θα αγοράζουν μελλοντικά περισσότερα πράγματα.
Όταν η χρήση των αρνητικών επιτοκίων επεκτείνεται πολύ, συνήθως αφορά πολύ μεγάλα ποσά και εφαρμόζεται σε πολλές χώρες. Πράγματι αποτελεί σημείο μιας επερχόμενης διεθνούς ύφεσης, μιας μείωσης του παγκόσμιου ΑΕΠ, χωρίς όμως να είναι το γενεσιουργό αίτιό τους. Τον Ιούλιο του 2019 κυκλοφορούσαν σε παγκόσμια κλίμακα 13 τρισ. κρατικά ομόλογα με αρνητικά επιτόκια.
Τα ομόλογα αυτά είναι υπό διαπραγμάτευση στις διεθνείς χρηματαγορές. Αγοράζονται από μεγάλους διεθνείς επενδυτικούς οίκους για λογαριασμό των πελατών τους ως ένα -χαμηλού ρίσκου- συντηρητικό επενδυτικό προϊόν που υπόσχεται ρευστότητα, παρέχει ασφάλεια και εξασφάλιση του χαρτοφυλακίου, προοιωνίζοντας πιθανή πτώση των παγκόσμιων αγορών. Αυτή όμως είναι η μια πλευρά του θέματος.
Στον αντίποδα, τα αρνητικά επιτόκια στηρίζουν τον κρατικό δανεισμό, αλλά και τον ιδιωτικό σε κάποιες πολύ μεγάλες επιχειρήσεις. Σε κάθε περίπτωση όμως τα αρνητικά επιτόκια είναι καλά για τους δανειζόμενους. Με αρνητικά επιτόκια στις επενδύσεις τους οι κεφαλαιούχοι προτιμούν να επενδύουν σε επιχειρήσεις, οι οποίες με φθηνό δανεισμό μπορούν να αναπτυχθούν.
Άρα, τα τελικά αρνητικά επιτόκια διαπραγμάτευσης προκύπτουν ύστερα από αλλεπάλληλες μειώσεις των επιτοκίων ως εργαλείο για την τόνωση της οικονομίας, καθιστώντας ευχερέστερη τη γενική χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας. Προ τριμήνου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δάνεισε περισσότερα από 45 δις Ευρώ σε τράπεζες των χωρών της ευρωζώνης με αρνητικά επιτόκια, ώστε να αυξήσουν αυτές με τη σειρά τους το δανεισμό τους σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά στα πλαίσια της στρατηγικής τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και του πληθωρισμού. Επιπλέον, η ΕΚΤ δεν δίστασε να οδηγήσει σε αρνητικό πρόσημο και το δικό της καταθετικό επιτόκιο, αποθαρρύνοντας έτσι τις Τράπεζες της Ευρωζώνης να «παρκάρουν» τα χρήματά τους σε αυτήν και άρα αναγκάζοντάς τες να τα επενδύσουν στην πραγματική οικονομία.
Η συνολική πολιτική των αρνητικών επιτοκίων στο πλαίσιο της προσπάθειας τόνωσης της πραγματικής οικονομίας έχει σαν αποτέλεσμα την παροχή φθηνών δανείων (είτε σαν δημόσιο χρέος είτε σαν ιδιωτικό) που αυξάνουν με γεωμετρική πρόοδο το παγκόσμιο χρέος. Αυξάνουν όμως και την κατανάλωση και αυτή με τη σειρά της αυξάνει τη ζήτηση. Αυτοί που δανείζονται (κράτη, τράπεζες, επιχειρήσεις, ιδιώτες) ξοδεύουν (γι’ αυτό άλλωστε και δανείζονται) οπότε η αυξημένη ζήτηση αφενός μεν εκτονώνει τις αποπληθωριστικές πιέσεις, αφετέρου δε αυξάνει την οικονομική δραστηριότητα, δημιουργώντας επενδύσεις και ανάπτυξη. Οπότε -με μακροοικονομικές παραμέτρους- η πολιτική αρνητικών επιτοκίων πετυχαίνει το στόχο της. Εξάλλου, η παρατεταμένη μείωση των επιτοκίων ανοίγει το δρόμο για μια συνολική αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας μιας χώρας και αυτό θα έχει άμεσο αντίκτυπο και στη χρηματοδότηση των επιχειρήσεων.