
Μηνιαίες ή ετήσιες επενδύσεις; Ποιες είναι πιο κερδοφόρες;
Η επένδυση ενός κατ’ αποκοπήν ποσού εφάπαξ, συνήθως είναι πιο αποδοτική από τις μηνιαίες τοποθετήσεις. Επομένως, με βάση ιστορικά δεδομένα, εάν έχετε 240.000€ ως εφάπαξ ποσό, είναι συνήθως καλύτερα να το τοποθετήσετε σε μία κίνηση, σε σύγκριση με το ποσό των 20.000€ για 12 μήνες, ή 10.000€ για 24 μήνες. Πράγματι, μια μελέτη της Vanguard έδειξε ότι η επένδυση κατ’ αποκοπήν υπερβαίνει σε κερδοφορία την μηνιαία επένδυση στο 64% των περιπτώσεων για χρονική περίοδο 6 μηνών και στο 92% των περιπτώσεων για χρονικό διάστημα 36 μηνών, με προϋπόθεση ένα δομημένο χαρτοφυλάκιο 60% μετοχών και 40% ομολόγων.
Οι αγορές τείνουν να είναι κερδοφόρες μακροπρόθεσμα και ακόμη και μεσοπρόθεσμα, παρά την συστημική αστάθεια και ευμεταβλητότητα. Τα μεγαλύτερα ποσά αποδίδουν με την κεφαλαιοποίηση των αποδόσεων ακόμη πιο γρήγορα. Τα μερίσματα επίσης συμβάλλουν στην κερδοφορία. Εάν έχετε κάποια ομόλογα στο χαρτοφυλάκιό σας και οι αγορές πέσουν, μπορείτε ακόμα να ισορροπήσετε και να επωφεληθείτε από την ύφεση της αγοράς. Επομένως, δεν χρειάζεται να κρατάτε χρήματα σε μετρητά για να επωφελείσθε από τις πτώσεις της αγοράς.
Η μηνιαία επένδυση, επομένως, θα ξεπεράσει σε κερδοφορία τις εφάπαξ τοποθετήσεις μόνο σε παρατεταμένες περιόδους στασιμότητας ή ύφεσης της αγοράς. Το χρονικό διάστημα από το 2000 έως το 2010 είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Οι αγορές έπεσαν μεταξύ 2000–2002, και ακόμη περισσότερο το 2008–2009. Έτσι, κάποιος που επένδυε μηνιαία από τον Ιανουάριο του 2000 έως τον Δεκέμβριο του 2010, θα είχε αξιοπρεπέστατα κέρδη, ενώ ένα άτομο που έβαλε ένα εφάπαξ ποσό τον Ιανουάριο του 2000, στην καλύτερη περίπτωση θα ήταν στα λεφτά του. Ωστόσο, εάν επεκτείνουμε την ανάλυση ώστε να συμπεριλάβουμε την περίοδο 1998-2012, θα δούμε ότι ο εφάπαξ επενδυτής θα είχε τελικά κερδίσει. Εάν επεκτείνουμε την ανάλυση ακόμη περισσότερο από το 1995 μέχρι σήμερα, ο εφάπαξ επενδυτής θα ξεπερνούσε τον μηνιαίο επενδυτή ακόμη περισσότερο. Ως εκ τούτου, η μηνιαία επένδυση συμβάλλει στην ελαχιστοποίηση του αντίκτυπου της ευμεταβλητότητας, καθώς οι εισφορές κατανέμονται στην πορεία του χρόνου, αντί ενός εφάπαξ τοποθετημένου ποσού.
Με επαρκή επενδυτική διασπορά και διαφοροποίηση, είναι πολύ απίθανο όλες οι αγορές να έχουν κακή απόδοση. Αν βασιστούμε στο προηγούμενο παράδειγμα, οι αγορές των ΗΠΑ δεν είχαν καλή απόδοση από το 2000 έως το 2010. Ωστόσο, οι διεθνείς αγορές, ιδίως οι αναδυόμενες, τα πήγαν πολύ καλά μεταξύ 2000 και 2008, δηλαδή σε μια περίοδο που οι αγορές των ΗΠΑ και του Ηνωμένου Βασιλείου δεν τα πήγαν ιδιαίτερα καλά.
Ας μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αναγκαστικά επενδύουν σε μηνιαία βάση. Σχεδόν όλοι έχουν έναν μηνιαίο μισθό ή μια επιχείρηση, από όπου προκύπτει ένα χρηματικό ποσό κάθε μήνα. Έτσι, εκτός από άτομα που έχουν ετήσιο μπόνους, αποδέχονται μια κληρονομιά ή είναι απλά πλούσια, η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει άλλη επιλογή από το να επενδύει μηνιαίως. Επομένως, το πιο λογικό πράγμα που πρέπει να κάνουμε είναι να βάζουμε εφάπαξ ποσά όταν τα διαθέτουμε, αλλά να συνεχίσουμε να επενδύουμε μηνιαίως με βάση τις τρέχουσες εισροές μας. Με την επένδυση σε τακτά χρονικά διαστήματα και με την παράλληλη τοποθέτηση εφάπαξ ποσών ανάλογα με τη δυνατότητα του καθενός, μειώνονται σαφώς οι επενδυτικοί κίνδυνοι. Ως εκ τούτου, το ιδανικό είναι να κάνει κανείς και τα δύο. Επίσης, χρηματιστηριακά δεν έχει νόημα να «αποταμιεύετε» τα μηνιαία πλεονάσματα με σκοπό μία μεγάλη εφάπαξ ετήσια καταβολή.