
Πώς ο διαλογισμός μας βοηθά να κάνουμε λιγότερα λάθη;
Αν η μνήμη σας παίζει συχνά παιχνίδια ή κάνετε λάθη όταν βιάζεστε, μια νέα μελέτη από το Πολιτειακό Πανεπιστήμιο του Μίσιγκαν – η μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα – διαπίστωσε ότι ο διαλογισμός μπορεί να σας βοηθήσει να γίνετε λιγότερο επιρρεπείς σε λάθη.
Η έρευνα, που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό “Brain Sciences”, εξέτασε πώς ο διαλογισμός που εστιάζει στα συναισθήματα, τις σκέψεις ή τις αισθήσεις άλλαξε την εγκεφαλική δραστηριότητα με τρόπο ώστε να εντοπίζεται μεγαλύτερος αριθμός λαθών.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι διαφορετικές μορφές διαλογισμού μπορεί να έχουν διαφορετικές νευρογνωστικές επιδράσεις. Ορισμένες μορφές διαλογισμού προκρίνουν την εστίαση σε ένα μόνο αντικείμενο, συνήθως στην αναπνοή, αλλά ο διαλογισμός ανοικτής παρακολούθησης διαφέρει γιατί προκρίνει την εστίαση της προσοχής σε όλα όσα συμβαίνουν στο μυαλό και το σώμα.
Οι ερευνητές στρατολόγησαν περισσότερους από 200 συμμετέχοντες για να εξετάσουν πώς ο διαλογισμός ανοικτής παρακολούθησης επηρέασε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι ανιχνεύουν και τα λάθη και πώς ανταποκρίνονται σε αυτά. Οι συμμετέχοντες, οι οποίοι δεν είχαν διαλογιστεί ποτέ στο παρελθόν, υποβλήθηκαν σε μια 20λεπτη άσκηση διαλογισμού ανοικτής παρακολούθησης, ενώ οι ερευνητές μετρούσαν την εγκεφαλική δραστηριότητα μέσω ηλεκτροεγκεφαλογραφήματος ή EEG. Στη συνέχεια, συμπλήρωσαν ένα τεστ απόσπασης της προσοχής μέσω υπολογιστή για να αξιολογηθεί ένα συγκεκριμένο νευρωνικό σήμα που εμφανίζεται περίπου μισό δευτερόλεπτο μετά από ένα λάθος (θετικότητα λάθους), και συνδέεται με τη συνειδητή αναγνώριση λάθους. Διαπιστώθηκε ότι η ισχύς αυτού του σήματος είναι αυξημένη σε όσους διαλογίστηκαν σε σχέση με τους μάρτυρες.
Σύμφωνα με τους ερευνητές τα ευρήματα αποτελούν μια ισχυρή απόδειξη της θετικής επίδρασης του διαλογισμού στην ικανότητα του εγκεφάλου να ανιχνεύει και να δίνει προσοχή στα λάθη, ακόμα κι αν διαρκεί μόλις 20 λεπτά.
Ενώ ο διαλογισμός και η ενσυνειδητότητα έχουν κερδίσει το ενδιαφέρον των ερευνητών τα τελευταία χρόνια, απαιτούνται μεθοδολογικά αυστηρές μελέτες από τον τομέα των νευροεπιστημών για να αξιολογηθεί πλήρως ο ρόλος τους και η επίδρασή τους στις γνωστικές λειτουργίες.