
Τα ρομπότ στην παραγωγική διαδικασία
Ο ρόλος της εργασίας στην διαδικασία παραγωγής περιορίζεται σημαντικά και υφίσταται σοβαρές μεταβολές κατά την διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών. Κατά την ίδια περίοδο έχουν σημειωθεί διαφοροποιήσεις στη σύνθεση και στις μορφές του κεφαλαίου (π.χ. ακίνητα, γη, μηχανές, επιχειρήσεις, μετοχές, ομόλογα, χρυσός, φυσικοί πόροι, κλπ). Κινητήρια δύναμη αυτών των εξελίξεων είναι η εφαρμογή των νέων τεχνολογιών ως στρατηγική βελτίωσης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών των επιχειρήσεων.
Ο μετασχηματισμός της σχέσης τεχνολογίας/εργασίας στο παραγόμενο προϊόν διαφοροποιεί τις συνθήκες εργασίας, συρρικνώνοντας την “ζωντανή εργασία” έναντι της “νεκρής εργασίας” (τεχνολογία, ρομπότ, υπολογιστές, λογισμικά συστήματα, κ.λπ.), γεγονός που επιβάλλει αλλαγές στην οργάνωση της εργασίας, στις εργασιακές σχέσεις και στην παραγωγική διαδικασία, λόγω του περιορισμού της αυτόνομης δραστηριότητας των εργαζομένων.
Η εισαγωγή των νέων τεχνολογιών του αυτοματισμού, της ρομποτικής, της τεχνητής νοημοσύνης και της νανοτεχνολογίας στην παραγωγική διαδικασία προκαλεί διαφοροποιήσεις στον πυρήνα της παραγωγικής διαδικασίας σε διεθνές επίπεδο.
Σύμφωνα με την πρόσφατη Έκθεση «World Robotics» της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής, το 2018 πωλήθηκαν 422.000 ρομποτικές μονάδες (αύξηση 6% έναντι του 2017), αξίας 16.5 δισ. δολλαρίων, εκ των οποίων 154.000 εργοστασιακά ρομπότ εγκαταστάθηκαν στην Κίνα, περισσότερα από τα ρομπότ στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη μαζί. Οι πέντε χώρες στις οποίες εγκαταστάθηκε η πλειονότητα (74% του συνόλου) των βιομηχανικών ρομπότ είναι η Κίνα, η Ιαπωνία, η Ν.Κορέα, οι ΗΠΑ και η Γερμανία. Άρα η Ασία προηγείται στην αυτοματοποίηση και την ρομποτοποίηση της βιομηχανικής παραγωγής, με την Ιαπωνία να κατέχει την πρώτη θέση στην παραγωγή βιομηχανικών ρομπότ. Η αυτοκινητοβιομηχανία (30%), η βιομηχανία ηλεκτρικών-ηλεκτρονικών και η βιομηχανία μηχανών-μετάλλων, αποτελούν τους βασικούς κλάδους εγκατάστασης των βιομηχανικών ρομπότ.
Επίσης, στον τομέα των υπηρεσιών το 2018, σύμφωνα με την Έκθεση της Διεθνούς Ομοσπονδίας Ρομποτικής, εγκαταστάθηκαν 271.000 ρομπότ (αύξηση 61% σε σχέση με το 2017), τα οποία αφορούσαν την εφοδιαστική αλυσίδα, αυτοματοποιώντας τις μεγάλες αποθήκες, ιδιαίτερα στο ηλεκτρονικό εμπόριο. Το ίδιο έτος εγκαθίστανται 106.000 ρομπότ επιθεώρησης και συντήρησης εξοπλισμού και 5.100 ιατρικά ρομπότ (αύξηση 50% σε σχέση με το 2017). Τέλος, εγκατάσταση μικρότερου αριθμού ρομπότ παρατηρείται το 2018 στην κτηνοτροφία, στη γεωργία και στις οικιακές εργασίες.
Η ρομποτική αυτή πραγματικότητα επηρεάζει σημαντικά τη σχέση τεχνολογίας/εργασίας, σε βαθμό που μέχρι το 2030 εκτιμάται ότι τα ρομπότ θα υπερβούν την ευφυϊα και τη δεξιότητα του εργαζόμενου, θα αυτονομηθούν λειτουργικά, θα αυτο-επισκευάζονται και τέλος θα αντικαταστήσουν το 38% των θέσεων εργασίας, με αποτέλεσμα να απωλεσθούν μισθοί της τάξης των 15 τρισ. ευρώ, ανάλογοι φόροι στους κρατικούς προϋπολογισμούς και ανάλογες ασφαλιστικές εισφορές.
Σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ προβλέπεται ότι κατά το διάστημα των επόμενων δεκαετιών στις 32 χώρες-μέλη του οργανισμού, το 48% των σημερινών θέσεων εργασίας είναι πιθανό να αυτοματοποιηθούν. Οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων χωρών φαίνεται ότι κινδυνεύουν λιγότερο από την αυτοματοποίηση σε σχέση με τους εργαζόμενους των υπανάπτυκτων ή αναπτυσσόμενων χωρών, δεδομένου ότι στις ανεπτυγμένες οικονομίες η αυτοματοποίηση έχει ήδη ξεκινήσει σταδιακά τις τελευταίες δεκαετίες.
Στις συνθήκες αυτές “της απασχόλησης των ρομπότ” και του πρόσθετου παραγωγικού πλούτου, δημιουργούνται προϋποθέσεις μείωσης του χρόνου εργασίας, νέες ανάγκες χρηματοδότησης της κοινωνικής ασφάλισης και νέες στρατηγικές αντιμετώπισης της ανεργίας.